Παιδική Ηλικία

Σχολικός εκφοβισμός και ενδοσχολική βία

Η 6η Μαρτίου έχει οριστεί από το Υπουργείο Παιδείας ως Πανελλήνια ημέρα κατά του σχολικού εκφοβισμού και ενδοσχολικής βίας. Σύμφωνα με την Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και  Εφήβου (Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.) από τα ερευνητικά δεδομένα προκύπτει ότι το 10-15% των μαθητών πέφτει θύμα κάποιας μορφής βίας, με τους θύτες να ξεπερνούν το 5%. Τα αγόρια εμπλέκονται περισσότερο σε περιστατικά σωματικής βίας, ενώ τα κορίτσια σε περιστατικά λεκτικής βίας. Εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο ενώ τα μισά από τα θύματα δεν αναφέρουν τα περιστατικά σε κανέναν. Σύμφωνα με νέα έρευνα που διεξήχθη στο νομό Αττικής, ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί φαινόμενο που λαμβάνει χώρα και στα Νηπιαγωγεία.

Τι είναι ο σχολικός εκφοβισμός;

Ο σχολικός εκφοβισμός είναι η συστηματική, επαναλαμβανόμενη και σκόπιμη άσκηση βίας και επιθετικής συμπεριφοράς με στόχο την πρόκληση σωματικού ή/και ψυχικού πόνου, την επιβολή ή καταδυνάστευση, που ασκείται από μαθητές σε συμμαθητές τους, εντός και εκτός σχολικού πλαισίου.

Μορφές σχολικού εκφοβισμού στην προσχολική ηλικία

Ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να εκδηλωθεί με άμεσους αλλά και με έμμεσους τρόπους και συνήθως εμφανίζεται με τις εξής μορφές:

  • Λεκτικός (άμεση μορφή): υβριστικά σχόλια και εκφράσεις, παρατσούκλια, πειράγματα, αγενή σχόλια, απειλές, ειρωνείες με απώτερο σκοπό να πληγώσουν.
  • Σωματικός (άμεση μορφή): σωματική βία, σπρωξίματα, χτυπήματα, κλοτσιές, τσιμπιές, δαγκωνιές, τρικλοποδιές, καταστροφή ή κλοπή προσωπικών αντικειμένων.
  • Κοινωνικός (άμεση μορφή): σκόπιμος αποκλεισμός από κοινωνικές δραστηριότητες, άσκηση επιρροής για δημιουργία αντιπάθειας προς το θύμα, απομόνωση, αδιαφορία.
  • Κοινωνικός (έμμεση μορφή): γίνεται εμφανής όταν το θύμα επιδιώξει να συμμετάσχει σε συγκεκριμένη ομάδα.

Εμπλεκόμενα άτομα:

  • Μαθητής ή μαθήτρια που δέχεται τον εκφοβισμό.
  • Μαθητής ή μαθήτρια που ασκεί εκφοβισμό.
  • Αυτόπτης μάρτυρας/ παρατηρητής εκφοβισμού.
  • Σχολική μονάδα.
  • Γονέας/κηδεμόνας.

Παράγοντες κινδύνου και συνέπειες:

Θύμα εκφοβισμού:δεν υπάρχουν συγκεκριμένα ατομικά χαρακτηριστικά όμως υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που φαίνεται ότι αυξάνουν τις πιθανότητες:

  • Μαθητές που θεωρούνται διαφορετικοί λόγω των εξωτερικών χαρακτηριστικών τους (εμφάνιση, βάρος, ύψος..) ή λόγω κοινωνικής κατάστασης, εθνικότητας, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικίες.
  • Μαθητές που γίνονται αντιληπτοί ως αδύναμοι να αμυνθούν ή μαθητές με χαμηλή αυτοεκτίμηση και άγχος.
  • Μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/και αναπηρίες.

Θύτης: αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες που χρήζουν υποστήριξης

  • Αδυναμία αυτοελέγχου, παρορμητικότητα, ελλιπής ενσυναίσθηση, ανεπαρκείς κοινωνικές δεξιότητες.
  • Στο οικογενειακό περιβάλλον συνήθως παρουσιάζονται ανεπαρκείς συναισθηματικοί δεσμοί γονέα-παιδιού, επιεική μέτρα πειθαρχίας ή αυστηρές απαιτήσεις γονέων, ενδο-οικογενειακά προβλήματα, αδυναμία παροχής βοήθειας στο παιδί.

Παρατηρητής εκφοβισμού: η αντίδρασή του στο περιστατικό επηρεάζει την έκβαση. Αν επιδοκιμάσει (π.χ. γελάσει) παροτρύνει το θύτη να συνεχίσει, εάν αδιαφορήσει πάλι τον ενισχύει να συνεχίσει μέχρι να τραβήξει την προσοχή. Ο αυτόπτης μάρτυρας υφίσταται και αυτός με τη σειρά του ψυχοσυναισθηματικές συνέπειες:

  • Ψυχολογικές: άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, κατάθλιψη, φοβίες.
  • Σωματικές: στρες, διαταραχές ύπνου και διατροφής.
  • Κοινωνικές: περιθωριοποίηση, κοινωνική απόσυρση.
  • Ακαδημαϊκές: μειωμένη απόδοση, απουσίες.

Πώς αναγνωρίζουμε τα σημάδια:

  • Το παιδί προσχολικής ηλικίας συνήθως δεν θα εκφράσει ότι κάποιος το ενοχλεί ή το κοροϊδεύει.
  • Ενώ αγαπούσε το σχολείο ξαφνικά δε θέλει να πάει.
  • Παραπονιέται ότι το πονάει η κοιλιά του, το κεφάλι του ή ότι είναι άρρωστο ενώ δεν υπάρχει οργανική αιτία.
  • Κλαίει, είναι στενοχωρημένο ή θυμωμένο.
  • Δεν απαντάει σε ερωτήσεις για το σχολείο.
  • Παρουσιάζει αλλαγές στη συμπεριφορά, για παράδειγμα γίνεται επιθετικό στο σπίτι.
  • Παρουσιάζει κοινωνική απόσυρση (προτιμάει να περνάει χρόνο μόνο του).
  • Παρουσιάζει διαταραχές ύπνου ή απότομες αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες.

Διαχείριση

  • Εάν παρατηρήσουμε αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού που δεν μπορούν να αποδοθούν σε άλλους παράγοντες όπως η αλλαγή περιβάλλοντος, ερχομός νέου μωρού, διαζύγιο, απώλεια τότε θα πρέπει να διερευνήσουμε και την πιθανότητα του σχολικού εκφοβισμού.
  • Δημιουργούμε ενεργό δίκτυο επικοινωνίας με τη σχολική κοινότητα και τους εκπαιδευτικούς. Ενημερώνουμε για τις αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού, διερευνούμε τι συμβαίνει και συνεργαζόμαστε μαζί τους.
  • Διατηρούμε την ψυχραιμία μας και το δικαιολογημένο θυμό που νιώθουμε για όσα βιώνει το παιδί μας. Καλό θα είναι να μη μιλήσουμε απευθείας με τον άλλο γονέα διότι συνήθως οδηγούμαστε σε διαπληκτισμό και όχι στη ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος.
  • Όταν συζητάμε με το παιδί για το πώς πέρασε στο σχολείο, προτιμούμε τις ερωτήσεις ανοιχτού τύπου «Με ποιόν έπαιξες;», «Σε χτύπησε ο… ;» και προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε αν το συμβάν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό  ή αν είναι επαναλαμβανόμενο.
  • Τις περισσότερες φορές τα παιδιά δεν εκφράζουν αυτό που βιώνουν γι’ αυτό και προσπαθούμε να εκμαιεύσουμε τις απαντήσεις με έμμεσο τρόπο μέσα από το παιχνίδι ή διαβάζοντας ένα βιβλίο.
  • Ακούμε προσεκτικά το παιδί, δεν υποτιμούμε την αφήγηση του και σε καμία περίπτωση δεν συμβουλεύουμε να αγνοήσει αυτό που του συμβαίνει.
  • Ρωτάμε το παιδί πώς θα ήθελε να το βοηθήσουμε και το ενημερώνουμε για τις επόμενες κινήσεις μας. Ενδέχεται να φοβάται την αντίδρασή μας και τον τρόπο με τον οποίο θα το επικοινωνήσουμε στο σχολείο.
  • Θωρακίζουμε συναισθηματικά το παιδί μας, το αγκαλιάζουμε, του λέμε ότι το καταλαβαίνουμε, το διαβεβαιώνουμε ότι είμαστε μαζί του σε όλο αυτό για να το αντιμετωπίσουμε και ότι δεν πρέπει να ανέχεται καμία κακή συμπεριφορά.
  • Προτείνουμε στρατηγικές επίλυσης: να εκφράσει την αντίδρασή του αμέσως να πει «Σταμάτα!!», να μην μείνει μόνο του με το παιδί ή με την ομάδα των παιδιών που το ενοχλεί, να αναζητήσει την παρέα των φίλων του. Να το πει στη δασκάλα του, είναι εκεί για να το ακούσει, να το στηρίξει και να το βοηθήσει. Να μας μιλήσει, θα κάνουμε τα πάντα για να το βοηθήσουμε!
  • Τονώνουμε την αυτοπεποίθηση του παιδιού διότι ενδέχεται να αισθάνεται άσχημα και να νομίζει ότι το ίδιο προκάλεσε την κακή συμπεριφορά των άλλων.
  • Μοιραζόμαστε κάποια δική μας εμπειρία και τον τρόπο που το διαχειριστήκαμε. Εξηγούμε ότι αυτό που του συμβαίνει, έχει συμβεί και άλλα άτομα και ότι τελικά τα κατάφεραν, αντιμετώπισαν τις δυσκολίες και βγήκαν πιο δυνατοί.

Advertisement
Παιδική Ηλικία

Ζήλια και ανταγωνισμός ανάμεσα στα αδέρφια

Το οικογενειακό περιβάλλον καθώς και οι ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί που αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού. Οι αδερφικές σχέσεις αποτελούν αδιαμφισβήτητα έναν από τους ισχυρότερους δεσμούς μέσω των οποίων το παιδί κατακτά κοινωνικές και προσωπικές δεξιότητες. Το παιδί μαθαίνει να αλληλεπιδρά, να εκφράζει τα συναισθήματά του, να επικοινωνεί τις ανάγκες του, να μοιράζεται, ενώ παράλληλα αρχίζει να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, να διεκδικεί, να νιώθει αντιφατικά συναισθήματα όπως ζήλια και ανταγωνισμό για τα αδέρφια του.

Τι είναι η ζήλια και ο ανταγωνισμός;

Η ζήλια είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα αντίδρασης που πηγάζει από την αδυναμία του παιδιού λόγω του εγωκεντρικού τρόπου σκέψης του να αποδεχθεί ότι πρέπει να μοιραστεί την αγάπη των γονιών του με το αδερφάκι του. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα αδέρφια μπορεί να εκδηλωθεί με πολλούς τρόπους μέσω των οποίων επιδιώκεται η προσέλκυση της προσοχής και της αγάπης του γονέα αλλά και η επιθυμία για κατοχή αντικειμένου, θέσης ή επιτεύγματος.

Η ζήλια αποτελεί φυσιολογικό κομμάτι της εξέλιξης του παιδιού και αποτελεί το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας. Το παιδί αρχίζει να παρατηρεί το αδερφάκι του, τις ικανότητες και τα επιτεύγματά του και να τα συγκρίνει με τα δικά του. Βιώνει αμφιθυμικά συναισθήματα, νιώθει αγάπη και θαυμασμό αλλά ταυτόχρονα και θυμό, ματαίωση, θλίψη και ενοχές.

Παράγοντες που επηρεάζουν την ένταση της ζήλιας:

  • Φύλο του παιδιού: στα αδέρφια του ιδίου φύλου ο ανταγωνισμός είναι πιο έντονος διότι η σύγκριση είναι πιο άμεση και άρα αναπόφευκτη. Στα αδέρφια του αντίθετου φύλου υπάρχει η δικαιολογία της διαφορετικότητας, άρα και οι συγκρίσεις είναι αριθμητικά μικρότερες.
  • Θέση στην οικογένεια: σύμφωνα με τον Alfred Adler η σειρά γέννησης του παιδιού παίζει καθοριστικό ρόλο στην ένταση των αντιδράσεων. Το πρωτότοκο παιδί χάνει τα πρωτεία και αντιλαμβάνεται το δευτερότοκο ως εισβολέα που διεκδικεί την αγάπη και το ενδιαφέρον των γονέων. Το δευτερότοκο με τη σειρά του ζηλεύει τα προνόμια του πρώτου, που τα απολαμβάνει και κατά κάποιον τρόπο δικαιωματικά λόγω ηλικίας. Στον ερχομό ενός τρίτου παιδιού, το δευτερότοκο νιώθει πάλι αδικημένο διότι καλείται να υπακούσει στο πρώτο, ενώ ταυτόχρονα να συμβιβαστεί με την ιδέα του ερχομού ενός νέου μέλους που θα διεκδικήσει την προσοχή των γονέων.
  • Ηλικιακή διαφορά ανάμεσα στα αδέρφια: όσο μικρότερη είναι η ηλικιακή διαφορά τόσο πιο έντονος ο ανταγωνισμός. Η διαφορά 6 με 7 χρόνων θεωρείται ιδανική, διότι το πρωτότοκο παιδί έχει ήδη αυτονομηθεί αρκετά, έχει αναπτύξει ισχυρές σχέσεις με συνομηλίκους ενώ έχουν μειωθεί και σε σημαντικό βαθμό οι εκδηλώσεις επιθετικής συμπεριφοράς.
  • Ιδιοσυγκρασία παιδιού: δεν μπορούν να διαχειριστούν όλα τα παιδιά τις ματαιώσεις με τον ίδιο τρόπο, άλλα παρουσιάζουν μεγαλύτερα επίπεδα ανοχής και άλλα μικρότερα.
  • Στάση γονέων: ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριστούν οι γονείς την αδερφική ζήλια καθορίζει σε σημαντικό βαθμό αν τελικά θα ξεπεραστούν οι συγκρούσεις και αν θα αναπτυχθεί ένας υγιής συναισθηματικός δεσμός που θα τα συντροφεύει και στην ενήλικη ζωή τους.

Τρόποι εκδήλωσης:

  • Παλινδρόμηση: υιοθετούν συμπεριφορές μικρότερου ηλικιακού σταδίου.
  • Διεκδίκηση προσοχής: προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή με κάθε τρόπο, ακόμα και με αρνητικό.
  • Επιθετικότητα: παίρνει τη μορφή λεκτικής επιθετικότητας ή και σωματικής επιθετικότητας που κατευθύνεται προς τα αδέρφια.
  • Διαταραχές συμπεριφοράς: αμφιθυμικά συναισθήματα, ευερεθιστότητα και εκνευρισμός, άρνηση να πάνε σχολείο.
  • Ακραίες αντιδράσεις: από τον απόλυτο θαυμασμό μέχρι την αδιαφορία.

Πρακτικές συμβουλές

  • Είναι σημαντικό να μη συγκρίνουμε τα παιδιά μεταξύ τους. Εστιάζουμε στα θετικά στοιχεία και στις καλές συμπεριφορές του καθενός ξεχωριστά και όχι συγκριτικά. Τονίζουμε τη μοναδικότητα του καθενός και τονώνουμε την αυτοπεποίθηση τους.
  • Περνούμε ποιοτικό χρόνο με το κάθε παιδί ξεχωριστά, του δίνουμε την προσοχή και την αγάπη που αποζητά. «Τι θα ήθελες να κάνουμε οι δυο μας..», «Τι θα έλεγες αν εσύ και εγώ σήμερα πάμε…».
  • Αφού περάσουμε ποιοτικό χρόνο με το κάθε παιδί ξεχωριστά, προτείνουμε να κάνουμε κάτι όλοι μαζί σαν οικογένεια, να περάσουμε όμορφα και να δεθούμε. Π.χ. να δούμε την αγαπημένη τους ταινία, να παίξουμε ένα επιτραπέζιο. Καλλιεργούμε την ιδέα της ομαδικότητας.
  • Θεσπίζουμε κανόνες αλληλεγγύης και σεβασμού. «Εμείς στην οικογένειά μας αγαπάμε, σεβόμαστε και στηρίζουμε ο ένας τον άλλο..»
  • Αποτελούμε πρότυπο για τα παιδιά μας. Προσπαθούμε να διατηρούμε την ψυχραιμία μας και να μην υψώνουμε τους τόνους γιατί και αυτά με τη σειρά τους θα μας μιμηθούν.
  • Συζητάμε μαζί τους και τους προτείνουμε εναλλακτικούς τρόπους διαχείρισης των διαφωνιών ή των συγκρούσεών τους. Για παράδειγμα πώς να περιμένουν τη σειρά τους…ή πώς να ζητούν ευγενικά αυτό που θέλουν.
  • Αναγνωρίζουμε τα σημάδια και προλαμβάνουμε. Εάν νιώσουμε ότι έχουν βαρεθεί ενδέχεται να ξεσπάσει καβγάς, οπότε προσφέρουμε επιλογές για να δραστηριοποιηθούν με κάτι.
  • Η πείνα, η δίψα ή η κούραση οδηγεί πολύ συχνά σε συγκρούσεις, οπότε βεβαιωνόμαστε ότι έχουν καλυφθεί οι βιολογικές τους ανάγκες.

Ερχομός νέου μωρού.

  • Προετοιμάζουμε το παιδί για τον ερχομό του νέου μέλους, το αφήνουμε να αγγίξει την κοιλιά μας και να νιώσει τις κινήσεις του μωρού. Αναβιώνουμε τη δική του μωρουδιακή ηλικία, του δείχνουμε φωτογραφίες που ήταν και εκείνο μωρό, έτσι το προετοιμάζουμε για όσα θα δει το αδερφάκι του να κάνει.
  • Το κάνουμε να νιώσει σημαντικό! Όταν επιστρέψουμε από το μαιευτήριο το παίρνουμε αγκαλιά, του λέμε πόσο πολύ το αγαπάμε και πόσο μας έλειψε. Του δίνουμε ένα μεγάλο δώρο και του λέμε ότι είναι από το μωρό.
  • Το συμπεριλαμβάνουμε δίνοντάς του μικρές αρμοδιότητες ως βοηθού, για παράδειγμα να μας φέρει την κουβερτούλα του μωρού ή όταν το μωρό κλαίει να του δώσει ένα φιλί για να το παρηγορήσει. Σε καμία περίπτωση όμως δεν το υποχρεώνουμε να κάνει κάτι που δεν θέλει.
  • Περνούμε ποιοτικό χρόνο μαζί του, συνδεόμαστε συναισθηματικά, το αγκαλιάζουμε, του λέμε ότι το αγαπάμε,
  • Καλό θα είναι να μην δώσουμε τα πράγματά του στο αδερφάκι του χωρίς να το συζητήσουμε μαζί του και να το ρωτήσουμε (π.χ. τα παιχνίδια του).
  • Δε συγκρίνουμε και δε χρησιμοποιούμε χαρακτηρισμούς του τύπου: «Μην γίνεσαι ζηλιάρης/α».
  • Δείχνουμε κατανόηση! Υποσχεθήκαμε στο παιδί ένα αδερφάκι που θα παίζουν και θα κάνουν τόσο όμορφα πράγματα μαζί κάτι που όπως καταλαβαίνουμε ειδικά τον πρώτο χρόνο απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ο φίλος που περίμενε, μετατράπηκε στον εισβολέα που πήρε την αποκλειστικότητα που είχε και την προσοχή της μαμάς και του μπαμπά.
  • Του υπενθυμίζουμε τα προνόμια πού έχει ως μεγαλύτερο παιδάκι: μπορεί να παίξει στην παιδική χαρά με τους φίλους του, να δει μαζί μας μία ταινία, να φάει τα ωραία φαγητά και γλυκά που φτιάχνει η μαμά, να μείνει στον παππού και στη γιαγιά το Σαββατοκύριακο.

Παιδική Ηλικία

Επιθετικότητα στην προσχολική ηλικία

Η προσχολική ηλικία είναι μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από ραγδαίες εξελίξεις στο σωματικό, γνωστικό, γλωσσικό, συναισθηματικό και κοινωνικό τομέα. Οι αλλαγές που συντελούνται φέρνουν το παιδί αντιμέτωπο με πρωτόγνωρες για εκείνο καταστάσεις με αποτέλεσμα να κατακλύζεται από έντονα συναισθήματα και παρορμήσεις, τα οποία δεν είναι σε θέση να τα διαχειριστεί επαρκώς και πάντοτε με κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους. Η δυσαρέσκεια των παιδιών προσχολικής ηλικίας εκδηλώνεται συνήθως μέσω των εκρήξεων θυμού ή/και της επιθετικής συμπεριφοράς.

Τι είναι η επιθετική συμπεριφορά;

Ως επιθετική συμπεριφορά νοείται η συμπεριφορά που αποσκοπεί στην πρόκληση πόνου, τραύματος, ζημιάς ή άγχους στους άλλους και εμπεριέχει το στοιχείο της πρόθεσης.  Εκδηλώνεται λεκτικά (βωμολοχίες, απειλές) ή σωματικά (δάγκωμα, τράβηγμα, σπρώξιμο, χτύπημα), με συνειδητό ή ασυνείδητο τρόπο, κατευθύνεται εναντίον ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων, κάποιες φορές ακόμα και εναντίον του ίδιου του ατόμου που την εκδηλώνει.

Μορφές επιθετικότητας

Διακρίνεται σε εχθρική επιθετικότητα και σε συντελεστική επιθετικότητα. Η εχθρική επιθετικότητα κατευθύνεται σε πρόσωπα, συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα και στοχεύει στο να πληγώσει κάποιον με σκοπό την εκδίκηση ή την κυριαρχία. Η συντελεστική επιθετικότητα στοχεύει στο να πληγώσει με έμμεσο τρόπο κάποιον και σχετίζεται με την απόκτηση ή διατήρηση κάποιου αντικειμένου, την κυριαρχία επί κάποιας περιοχής ή κάποιου δικαιώματος. Στην προσχολική ηλικία η επιθετικότητα είναι κυρίως συντελεστικής μορφής και καθώς το παιδί μεγαλώνει τα ηνία τα παίρνει η εχθρική επιθετικότητα, στρεφόμενη αρχικά προς τους γονείς και έπειτα προς τους συνομηλίκους.

Εξελικτική πορεία επιθετικότητας.

Καθώς γίνεται η μετάβαση από το ένα αναπτυξιακό στάδιο στο άλλο, διαφοροποιείται και η εκδήλωση της επιθετικής συμπεριφοράς ως προς την ένταση και τη συχνότητα εμφάνισης. Οι διακυμάνσεις ως προς την εξωτερίκευση της επιθετικότητας συνδέονται άμεσα με την σταδιακή ανάπτυξη του αυτοελέγχου και της ενσυναίσθησης.

Στη βρεφική ηλικία το παιδί χρησιμοποιεί ως μέσο σηματοδότησης των αναγκών ή της δυσαρέσκειάς του το κλάμα. Στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τον κόσμο και να αλληλεπιδράσει με το περιβάλλον του, τραβάει, δαγκώνει, αρπάζει, χτυπάει με τα χέρια του χωρίς όμως να έχει πρόθεση να βλάψει.

Στο τέλος του 2ου έτους κάνουν την εμφάνισή του τα ξεσπάσματα θυμού ή tantrum τα οποία σπανιότερα επεκτείνονται μέχρι το 5ο έτος. Πρόκειται για έντονες εκφορτίσεις, οι οποίες λαμβάνουν χώρα ξαφνικά, πολλές φορές άνευ λόγου και όσο γρήγορα γιγαντώνονται τόσο γρήγορα υποχωρούν (το παιδί κλαίει έντονα, χτυπιέται στο πάτωμα, τσιρίζει, χτυπάει το κεφάλι του, τραβάει τα μαλλιά του). Πίσω από το θυμό κρύβονται συνήθως άλλα συναισθήματα όπως: ματαίωση, απογοήτευση, ζήλια, αδικία τα οποία το παιδί δεν μπορεί να τα διαχειριστεί επαρκώς.

Στην πορεία, περίπου στην ηλικία των 3 το παιδί διαπιστώνει ότι μπορεί να στρέψει τις ενέργειές του εναντίον αντικειμένων ή προσώπων τα οποία παρεμποδίζουν τα σχέδια του και έτσι αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες επιθετικές ενέργειες ( χτυπάει, κλοτσάει, σπρώχνει, σπάει αντικείμενα, μιλάει άσχημα, δεν μας ακούει). Σε αυτή τη φάση αν και το παιδί έχει αρχίσει να αφομοιώνει σιγά σιγά τους κανόνες, δεν έχει αναπτύξει πλήρως τον αυτοέλεγχο των συναισθημάτων και των παρορμήσεών του.

Στην ηλικία των 4 με 5 το παιδί έχει αρχίσει να αναπτύσσει το στοιχείο της ενσυναίσθησης. Αντιλαμβάνεται ότι και οι άλλοι άνθρωποι έχουν συναισθήματα που διαφέρουν από τα δικά του και μπορεί να συναισθανθεί πώς νιώθουν όταν πονούν ή στενοχωριούνται. Επιπλέον αρχίζει να ελέγχει περισσότερο τα συναισθήματά του, να τα αναγνωρίζει και να τα λεκτικοποιεί. Σε αυτό το στάδιο είναι απαραίτητη η συμβολή των γονέων οι οποίοι με υπομονή και επιμονή θα καθοδηγήσουν το παιδί στο πως μπορεί να διαχειριστεί τις παρορμήσεις του και να επικοινωνήσει τις ανάγκες και τα συναισθήματα του με υγιείς τρόπους.

Θεωρίες σχετικά με τα αίτια της επιθετικότητας

Σύμφωνα με τις ψυχοβιολογικές θεωρίες με κύριους εκπροσώπους την ψυχαναλυτική θεωρία του Freud και την εθολογική θεωρία του Lorenz ο άνθρωπος έχει έμφυτη την τάση προς επιθετικότητα και καταστροφή.  Αποτελεί στοιχειώδες ένστικτο που εξασφαλίζει την επιβίωση και την υπεροχή του ισχυρότερου τόσο στο ανθρώπινο είδος όσο και στο ζωικό βασίλειο.

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, η επιθετικότητα αποτελεί αποτέλεσμα ματαίωσης ή αποστέρησης. Όταν παρεμποδίζεται η ικανοποίηση μιας ανάγκης του ατόμου ή η πραγμάτωση κάποιου σκοπού, τότε δημιουργείται μια έντονη εσωτερική ψυχολογική ένταση που το ωθεί στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς.

Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, η επιθετική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα ενίσχυσης και μίμησης προτύπων. Οι γονείς, οι συνομήλικοι, οι εκπαιδευτικοί και όσα προβάλλονται στα ΜΜΕ αποτελούν ισχυρά πρότυπα μίμησης για τα παιδιά. Τα παιδιά όταν έρχονται σε επαφή με κάποιο επιθετικό πρότυπο τείνουν να το μιμούνται ειδικά εάν σε εκείνο το πρότυπο δεν αποδόθηκε τιμωρία αλλά ενίσχυση.

Τηλεόραση και εκδήλωση βίας

Σχετικά με την επίδραση της τηλεόρασης στην επιθετικότητα των παιδιών οι γνώμες διίστανται. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί τόσο στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα δεν έχουν καταλήξει σε μία κοινή απόφαση. Άλλες θεωρίες αναγνωρίζουν την αρνητική επίδραση που έχει στα παιδιά, με τη μίμηση αρνητικών και βίαιων προτύπων και άλλες συνηγορούν υπέρ της, αντιλαμβάνοντας την ταύτιση με το πρότυπο ως μέσο κάθαρσης.

Το τι παίρνουν τα παιδιά από την τηλεόραση και πόσο αυτή τα επηρεάζει καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το πώς τα έχουν μάθει οι ίδιοι οι γονείς τους να χρησιμοποιούν την τηλεόραση. Σημαντικό ρόλο παίζει η ιδιοσυγκρασία του παιδιού καθώς και η τηλεοπτική εξάρτηση που τυχόν μπορεί να παρουσιάζει. Η χρυσή τομή βρίσκεται στην αίσθηση του μέτρου και στα όρια που θα θέσουν οι ίδιοι οι γονείς στα παιδιά σε σχέση με το χρόνο παρακολούθησης και το περιεχόμενο των τηλεοπτικών  προγραμμάτων.

Τρόποι διαχείρισης

  • Αρχικά θα πρέπει να παρατηρήσουμε και να συλλέξουμε κάποιες βασικές πληροφορίες:
  • Που λαμβάνει χώρα η επιθετική συμπεριφορά; Στο σπίτι, στο σχολείο, παντού;
  • Αν συμβαίνει σε συγκεκριμένο μέρος ποιες είναι οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν;
  • Ποια ώρα της ημέρας; Ενδέχεται να σχετίζεται με κάποια βιολογική ανάγκη του παιδιού (πείνα, δίψα, κούραση); Ή σχετίζεται με το άγχος που βιώνει όταν πρόκειται να πάει σχολείο;
  • Η επιθετική συμπεριφορά στρέφεται προς κάποιο συγκεκριμένο άτομο; Προς μια ομάδα παιδιών ή προς τον εαυτό του;
  • Τι έλαβε χώρα πριν το ξέσπασμα;
  • Έχει συντελεστεί κάποια αλλαγή που να το έχει αναστατώσει (αλλαγή περιβάλλοντος, ερχομός νέου μωρού, διαζύγιο);
  • Τα παιδιά δεν γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό, το μαθαίνουν στην πορεία καθώς μεγαλώνουν και σε αυτό συμβάλλουμε και εμείς δείχνοντας το σωστό τρόπο και επαινώντας πάντα την καλή προσπάθεια «Τι ωραία που ζήτησες με λόγια από την αδερφή σου το παιχνίδι .».
  • Βάζουμε ξεκάθαρα όρια σχετικά με το τι είναι αποδεκτό και τι όχι. Οι κανόνες που θέτουμε θα πρέπει να είναι κατανοητοί και να συνάδουν με το ηλικιακό στάδιο του παιδιού «Στοπ! Δεν χτυπάμε, πονάει!». Τα όρια αποτελούν ένα ασφαλές πλέγμα που δρα προστατευτικά και θα πρέπει να διέπονται από λογικές συνέπειες για να έχουν διδακτική αξία.
  • Η τιμωρία ΔΕΝ διδάσκει, απλώς καταστέλλει για λίγο την επιθετική συμπεριφορά, η οποία θα ξανακάνει σύντομα την εμφάνισή της όταν υπάρξει πρόσφορο έδαφος. Οι γονείς που χρησιμοποιούν αυστηρές τιμωρίες έχουν πιο επιθετικά παιδιά σε σχέση με αυτούς που χρησιμοποιούν επιεικέστερες μεθόδους. 
  • Την επιθετική συμπεριφορά τη διακόπτουμε τη στιγμή που εμφανίζεται, δεν δείχνουμε ανοχή στο να εκδηλωθεί και παρεμβαίνουμε εγκαίρως. Επισημαίνουμε ποιό είναι το σωστό και εάν το παιδί έχει ένταση εκείνη τη στιγμή και δεν είναι σε θέση να μας ακούσει του δίνουμε λίγο χρόνο να ηρεμήσει. Έπειτα  συζητάμε μαζί του και επεξηγούμε ποιό ήταν το λάθος.
  • Βοηθάμε τα παιδιά να αναπτύξουν εναλλακτικές στρατηγικές επίλυσης και να βρουν πιο υγιείς τρόπους να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους ή να επικοινωνήσουν τις ανάγκες τους και τα συναισθήματά τους χωρίς να χρησιμοποιούν τα χέρια τους «Δεν σπρώχνουμε, ζητάμε με λόγια αυτό που θέλουμε!».
  • Βοηθάμε τα παιδιά να αναγνωρίζουν τα συναισθήματά τους και να τα κατονομάζουν. Κατά αυτόν τον τρόπο απελευθερώνεται η ψυχική ένταση που βιώνουν, αρχίζουν να αποκτούν μεγαλύτερο αυτοέλεγχο και παράλληλα νιώθουν ότι τα καταλαβαίνουμε «καταλαβαίνω ότι θύμωσες με τον αδερφό σου που……. αλλά δεν……Έλα να βρούμε άλλη λύση!».
  • Αποτελούμε πρότυπο για τα παιδιά, οπότε θα πρέπει να διατηρούμε την ψυχραιμία μας και τα λόγια μας να συνάδουν με τις πράξεις μας για να μην περνάμε διπλά μηνύματα και να μην τα μπερδεύουμε.
  • Προλαμβάνουμε αναγνωρίζοντας τα σημάδια και δρούμε προτού εκδηλωθεί η έκρηξη.
  • Απαιτείται υπομονή, επιμονή και διαρκής επανάληψη μέχρις ότου να αφομοιωθούν οι κανόνες και να μάθει το παιδί ποιες συμπεριφορές είναι αποδεκτές και ποιες όχι.

Η εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς αποτελεί σε κάποιο βαθμό τυπικό μέρος της ανάπτυξης και εξέλιξης των παιδιών και σταδιακά μειώνεται σε ένταση και σε έκταση. Εάν η επιθετικότητα ενός παιδιού επηρεάζει τη λειτουργική αλληλεπίδρασή του με τα άλλα άτομα και αν μας οδηγεί σε αποφυγή δραστηριοτήτων όπως το παιχνίδι με άλλα παιδιά, τότε ενδείκνυται η βοήθεια ενός ειδικού.

Παιδική Ηλικία

Ανάλυση παιδικής ζωγραφιάς

Η ζωγραφιά αποτελεί το συχνότερο μέσο έκφρασης των παιδιών και ειδικά των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Όσα δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τα εκφράσουν με τη χρήση του λόγου τα εκφράζουν με μία μολυβιά, με ένα σχέδιο ή με μία ζωγραφιά. Συχνά μέσω των παιδικών ιχνογραφημάτων αποτυπώνονται σκέψεις, συναισθήματα, ματαιώσεις ή φόβοι. Αποτελούν αναπαραστάσεις της εξωτερικής πραγματικότητας αλλά ταυτόχρονα και του εσωτερικού τους κόσμου.

Επιπλέον η ζωγραφιά αποτελεί και ένα σπουδαίο μέσο για να έρθουμε πιο κοντά με τα παιδιά, να αλληλεπιδράσουμε ουσιαστικότερα και να συνδεθούμε συναισθηματικά μαζί τους. Αρκεί απλά να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά τους όταν ολοκληρώσουν το σχέδιό τους και με λαχτάρα επιδιώξουν να το μοιραστούν μαζί μας και να τα ρωτήσουμε: «Ααα πόσο όμορφη είναι η ζωγραφιά σου! για πες μου τι έχεις σχεδιάσει;», «Ποιους έχεις ζωγραφίσει;», «Μήπως αυτό είναι το σπίτι μας;» κλ.π.

Εξελικτικά στάδια

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Luquet ήταν ο πρώτος που μελέτησε τα στάδια ανάπτυξης του παιδικού ιχνογραφήματος και στη συνέχεια ο Piaget θέλησε να προσεγγίσει το θέμα από την πλευρά της παιδοψυχολογίας.

  • Στάδιο μουτζουρώματος – τυχαίος ρεαλισμός (18 μηνών έως 3 ετών):

Βελτιώνεται η κίνηση του καρπού ενώ παράλληλα αρχίζει να αναγνωρίζει τα χρώματα (οπτικά), καθώς και τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις. Στην ηλικία των 3 κατονομάζει τα χρώματα, όμως το σχέδιό του παραμένει ακόμα άμορφο.

  • Στάδιο αποτυχημένου ρεαλισμού (3 ετών έως 4 ετών):

Το παιδί αντιλαμβάνεται οπτικά τις μορφές σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό. Αρχίζει να κρατά το μολύβι και το κράτημα του να παίρνει διάφορες θέσεις. Τα μάτια όμως δεν συντονίζονται ακόμα με τα χέρια και δεν αλληλοκαθοδηγούνται. Το μολύβι φαίνεται να καθοδηγείται από όλο το βραχίονα και τον κορμό αλλά όχι από τον καρπό του χεριού. Ο καρπός και τα δάχτυλα αρχίζουν να χρησιμοποιούνται αργότερα. Μετά τα 3 αρχίζουν να σχεδιάζουν φιγούρες «γυρίνους»: μεγάλους κύκλους για κεφάλι και μικρές γραμμές για να συμβολίσουν τα πόδια.

  • Στάδιο διανοητικού ρεαλισμού (4 ετών έως 7 ετών):

Αποκτά οπτική αντίληψη του χώρου, συσχετίζοντας τη θέση αντικειμένου με τον εαυτό του. Αρχίζει να σχεδιάζει δίνοντας σημασία στις λεπτομέρειες. Σχεδιάζει με τη χρήση διαφάνειας δηλαδή όταν ζωγραφίζει ένα αντικείμενο ζωγραφίζει και το εσωτερικό του ή  με επιπέδωση και περιστροφική προβολή σαν να το βλέπουμε από ψηλά πεσμένο κάτω ή γύρω από ένα κεντρικό σημείο.

  • Στάδιο οπτικού ρεαλισμού (8 ετών έως 12 ετών):

Εξελίσσεται η αντίληψη της διαδοχής των παραστάσεων, οδεύοντας προς το δρόμο της γραφής. Μέσω της ζωγραφικής βελτιώνεται η γραφική ικανότητα του παιδιού και όταν το χέρι πληροί τις προδιαγραφές επιτυγχάνεται και η κατάκτησή της. Τα σχέδια του παιδιού είναι πολύ κοντά στα πραγματικά αντικείμενα που θέλει να αναπαραστήσει.

  • Στάδιο ψευτορεαλισμού (12 ετών έως την εφηβεία):

Χαρακτηρίζεται από επίγνωση των μορφών του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης μορφής. Παρουσιάζεται σύνθετη έκφραση και τελειοποίηση της καρικατούρας. Δεν κατακτούν όμως όλα τα παιδιά αυτό το στάδιο.

Στοιχεία που λαμβάνουμε υπόψιν μας κατά την ανάλυση του παιδικού ιχνογραφήματος:

  • Θέση του αντικειμένου στο χαρτί (χώρο):

Στις αρχικές μουτζούρες το παιδί επιλέγει το κέντρο του χαρτιού, αντικατοπτρίζοντας έτσι τον εγωκεντρικό τρόπο σκέψης του. Δηλώνει τη χαρά και τα ευχάριστα συναισθήματα που νιώθει έχοντας την απόλυτη προσοχή των μεγάλων.

Η ζωγραφιά που ξεκινά από την άκρη του χαρτιού ενδεχομένως να δηλώνει μια αυτοσυγκράτηση του παιδιού από το περιβάλλον του, σαν να μπλοκάρει μόνο του την εξωτερίκευση των συναισθημάτων του.

Η ζωγραφιά στα αριστερά αντικατοπτρίζει την ανάγκη του παιδιού να παραμείνει στην ευτυχισμένη κατάσταση του παρελθόντος.

Ενώ η ζωγραφιά στο δεξί τμήμα του χαρτιού την ανάγκη του να μεγαλώσει, να γνωρίσει τον κόσμο και να πειραματιστεί.

  • Δύναμη και ταχύτητα των γραμμών:

Οι σταθερές και καθαρές γραμμές αντικατοπτρίζουν την ισορροπία. Οι ισχνές γραμμές φανερώνουν έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό ενώ οι δυνατά πατημένες γραμμές που διαπερνούν το χαρτί φανερώνουν νευρικότητα.

Στα σχέδια που επικρατούν οι ευθείες γραμμές φανερώνεται η πρωτοβουλία και ο ρεαλισμός, ενώ στα σχέδια με καμπύλες η ευαισθησία. Οι κάθετες ευθείες γραμμές ή καμπύλες αντικατοπτρίζουν έλεγχο των παρορμήσεων, ενώ οι οριζόντιες ευθείες ενδεχόμενες εσωτερικές συγκρούσεις.

  • Χρώματα:

Κόκκινο χρώμα: δηλώνει δυναμισμό, ενεργητικότητα, πληθωρικότητα και παρορμήσεις. Η συνεχής χρήση ενδεχομένως να υποδηλώνει εκρήξεις θυμού ή υπέρμετρο αυθορμητισμό.

Πράσινο χρώμα: δηλώνει την ισορροπία, την αρμονία, την κοινωνικότητα και την ευαισθησία.

Κίτρινο χρώμα: δηλώνει δυναμισμό, έντονη δράση, ανεξαρτησία, ονειροπόληση και φαντασία χωρίς φραγμούς.

Μπλε χρώμα: δηλώνει ανεπτυγμένη λογική, ηρεμία, συναισθηματική συμπεριφορά χωρίς εξάρσεις.

Καφέ χρώμα: είναι το χρώμα της γης. Φανερώνει την ανάγκη για οικογενειακή θαλπωρή και τάξη.

Μαύρο χρώμα: δηλώνει εσωστρέφεια, φόβο ή ανησυχία και ενδεχομένως την επιθυμία για αποστασιοποίηση.

Χρήση πολλών χρωμάτων: δηλώνει χαρά, ευφορία και πηγαία εσωτερική ισορροπία.

  • Περιεχόμενο του παιδικού ιχνογραφήματος:

Κάθε παιδική ζωγραφιά περιλαμβάνει μορφές που συμβολίζουν κάτι, έτσι εστιάζουμε σε συγκεκριμένα στοιχεία για να μπορέσουμε να τις αποκρυπτογραφήσουμε. Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψιν είναι:

  • Στο σπίτι: λαμβάνουμε υπόψιν το περίγραμμα, τη σκεπή, τις πόρτες και τα παράθυρα, το δρόμο, τον κήπο, τα λουλούδια.
  • Στα δέντρα: τις ρίζες, τους κορμούς, τα φύλλα, τους καρπούς.
  • Στην ανθρώπινη μορφή: το κεφάλι, τα μάτια, τη μύτη, το στόμα, τα δόντια, τα μαλλιά, τον κορμό, το σώμα κλ.π.
  • Στην οικογένεια: τη σειρά τοποθέτησης των προσώπων, την εγγύτητα, το μέγεθος και τις λεπτομέρειες.

Η παιδική ζωγραφιά αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα μέσο από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες για την προσωπικότητα, τον εσωτερικό κόσμο του παιδιού και για τα επίπεδα ωριμότητάς του. Η ερμηνεία των ιχνογραφημάτων απαιτεί προσεκτική μελέτη αλλά και συνυπολογισμό στοιχείων που προκύπτουν από άλλα μέσα αξιολόγησης (συνέντευξη, παρατήρηση, ψυχομετρικά εργαλεία), ούτως ώστε τα αποτελέσματα να είναι αξιόπιστα.

Παιδική Ηλικία

Αφίσα πρόληψης παιδικής κακοποίησης: «Πώς να προστατέψω το σώμα μου!»

Παιδική Ηλικία

Τα όρια στην προσχολική ηλικία

Τι είναι τα όρια;

Είναι οι κανόνες όπως ορίζονται από τα ενήλικα μέλη μιας οικογένειας (γονείς/γονέα ή φροντιστή), αφορούν τα παιδιά και έχουν ως απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της σωματικής ακεραιότητας των παιδιών, καθώς και την ομαλή ψυχοκοινωνική ανάπτυξή τους.

Γιατί είναι απαραίτητα τα όρια;

Τα παιδιά γεννιούνται χωρίς να γνωρίζουν ποιό είναι το σωστό, μαθαίνουν στην πορεία πώς να φέρονται σωστά και σε αυτό συνεισφέρουμε και εμείς. Καλούμαστε να τα καθοδηγήσουμε και με τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά μας, να δείξουμε έμπρακτα τι επιτρέπεται και τι όχι.

Ακόμα και αν τα παιδιά αντιδρούν, τα όρια αποτελούν ένα πλέγμα ασφαλείας για εκείνα. Τους εξασφαλίζουμε την απαραίτητη υποστήριξη αλλά ταυτόχρονα και την ασφάλεια για να ανακαλύψουν τον κόσμο. Μέσω των κανόνων, καταφέρνουν να αποκτήσουν σταδιακά έλεγχο των συναισθημάτων τους και της συμπεριφοράς τους. Στοιχεία που όπως αντιλαμβανόμαστε είναι απαραίτητα για την κοινωνικοποίησή τους αλλά και για την απόκτηση δεξιοτήτων που θεωρούνται απαραίτητες στην συναναστροφή με τους γύρω τους.

Η σταθερή εφαρμογή ορίων διδάσκει στα παιδιά τους κανόνες της ζωής ώστε να μεγαλώσουν και να προσαρμοστούν ευκολότερα σε αυτήν. Τα παιδιά με αυτοέλεγχο στην παιδική ηλικία τείνουν να γίνουν ισορροπημένοι και χαρούμενοι ενήλικες στο μέλλον.

Τι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν μας όταν θέτουμε όρια;

Τα όρια τα βάζουμε με γνώμονα την ηλικία του παιδιού και το αναπτυξιακό του επίπεδο. Δεν μπορούμε να έχουμε τις ίδιες απαιτήσεις από ένα παιδί και από ένα βρέφος. Γι’ αυτό με το πέρασμα των ετών, τους ίδιους κανόνες τους επαναπροσδιορίζουμε, τους εμπλουτίζουμε και τους διαφοροποιούμε.

Οι κανόνες μπαίνουν πάντα σεβόμενοι τις ανάγκες του παιδιού, με αγάπη και ενσυναίσθηση. Προσπαθούμε να μπούμε στη θέση του και να κατανοήσουμε το πώς ενδεχομένως αισθάνεται ή τις ματαιώσεις που βιώνει.

Η συνέπεια και η σταθερότητα στην τήρησή τους, ανεξαρτήτου περιστάσεων ή χώρου είναι επιτακτική, ώστε να μην προκαλούμε σύγχυση στο παιδί. Εάν τον ίδιο κανόνα, άλλοτε τον εφαρμόζουμε και άλλοτε όχι δεν καθιστούμε σαφές το πόσο σημαντικός είναι και δεν ξέρει τελικά το παιδί αν πρέπει να τον ακολουθήσει ή όχι.

Επιπροσθέτως φροντίζουμε να ακολουθούμε μια κοινή γραμμή, δεν παίζουμε το ρόλο του καλού ή του κακού. Είμαστε σύμμαχοι και όχι αντίπαλοι. Δεν θα πρέπει να αμφισβητούμε ο ένας τον άλλο μπροστά στο παιδί, καθώς του περνάμε διφορούμενα μηνύματα και το μπερδεύουμε. Ακόμα και αν διαφωνούμε δεν το συζητάμε ενώπιόν του, φροντίζουμε να το κάνουμε όταν θα είμαστε μόνοι μας.

Όρια και λογικές συνέπειες.

Τα όρια για να έχουν αξία θα πρέπει να διέπονται από λογικές συνέπειες. Και όταν λέμε λογικές συνέπειες εννοούμε τις επιλογές που προτείνουμε εμείς στο παιδί. Οι λογικές συνέπειες θα πρέπει να σχετίζονται άμεσα με τη μη αποδεκτή συμπεριφορά ούτως ώστε να αποκομίσει κάτι από όλο αυτό, διαφορετικά δεν θα κατανοήσει πού βρίσκεται το λάθος.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι όλη η ζωή μας διέπεται από κανόνες και  συνέπειες. Οι πρώτοι κανόνες μπαίνουν στα πλαίσια της οικογένειας αλλά δεν περιορίζονται εκεί. Στη συνέχεια καλείται να πάει σχολείο και να ακολουθήσει νέους κανόνες που έχουν όμως τη βάση τους στους προγενέστερους. Έπειτα, ως ενήλικας θα κληθεί να ακολουθήσει κανόνες στη δουλειά του, στη ζωή του, στην συναναστροφή του με τους σημαντικούς άλλους. Άρα αντιλαμβανόμαστε ότι όσο νωρίτερα θέσουμε όρια τόσο το καλύτερο για το παιδί, διότι θα μάθει να ελέγχει καλύτερα τα συναισθήματά του και κατ’ επέκταση τη συμπεριφορά του.

Μέσα από τις λογικές συνέπειες και επαινώντας την καλή προσπάθεια, το παιδί σταδιακά μαθαίνει ποιος είναι ο σωστός τρόπος συμπεριφοράς. Απεναντίας η τιμωρία δεν έχει κάποια διδακτική αξία, διότι του στερούμε την ευκαιρία να μάθει και να εμπεδώσει ποιό είναι το σωστό. Με την τιμωρία απλώς διακόπτουμε τη μη ενδεδειγμένη συμπεριφορά.

Παράδειγμα:

‘Εάν το παιδί παρουσιάζει επιθετική συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού…’

Σε αυτή την περίπτωση ας δούμε ποιος θα μπορούσε να ήταν ο κανόνας και ποια η λογική συνέπεια.

Κανόνας: «Αν χτυπάς τους φίλους σου δεν μπορείς να παίξεις μαζί τους!»

Λογική Συνέπεια: Απομακρύνουμε το παιδί από τους φίλους και το παιχνίδι.

Φέρεσαι επιθετικά σημαίνει ότι δεν μπορείς να παίξεις. «Όταν ηρεμήσεις μπορείς να επιστρέψεις στο παιχνίδι και στους φίλους σου.»

Πρακτικά στερούμε για λίγο από το παιδί αυτό το οποίο θέλει αλλά δεν το διεκδικεί με το σωστό τρόπο. Του επισημαίνουμε ποιος είναι ο σωστός τρόπος και σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για τιμωρία αλλά για λογική συνέπεια της πράξης του.

Εάν σε αυτή την περίπτωση, επιλέξουμε να πάρουμε το παιδί και να επιστρέψουμε σπίτι χωρίς να του εξηγήσουμε, ουσιαστικά το τιμωρούμε χωρίς όμως να έχουμε καταστήσει σαφές τι έχει κάνει λάθος. Δεν θα αποκομίσει επί της ουσίας τίποτα, απλά θα διακόψουμε την επιθετική συμπεριφορά του, η οποία σίγουρα θα επανεμφανιστεί στο μέλλον.

Η αντίδραση του παιδιού.

Φυσικά δεν αναμένουμε ότι το παιδί θα δεχθεί τόσο εύκολα τους κανόνες που θα θέσουμε. Φυσικά και θα αντιδράσει θα κλάψει, θα φωνάξει… Είναι ο τρόπος του να εκφράσει τη δυσαρέσκεια του, καθώς δεν μπορεί να διαπραγματευθεί όπως ένας ενήλικας με συζήτηση. Είναι στη φύση του τόσο τα έντονα ξεσπάσματα θυμού που κάνουν την εμφάνισή τους γύρω στα 2 όσο και η ανάγκη του για αυτονομία γύρω στα 3 που το ωθούν τόσο έντονα στο να λέει σε όλα όχι. Τεστάρει τα όρια του και κατ’ επέκταση και τα δικά μας.

Άρα όπως καταλαβαίνουμε θα πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή και επιμονή. Θα χρειαστεί να επαναλάβουμε τον ίδιο κανόνα πολλές φορές. Σιγά σιγά θα αφομοιωθεί και το παιδί θα εμπεδώσει τι είναι αποδεκτό και τι όχι.

Η επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς με τη χρήση θετικής ενίσχυσης, σε συνδυασμό με την εφαρμογή κανόνων αποτελούν τα σπουδαιότερα εργαλεία για τη σωστή διαπαιδαγώγηση και καθοδήγηση των παιδιών.

Παιδική Ηλικία

Η συμβολή του βιβλίου στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού

Το βιβλίο αποτελεί αδιαμφισβήτητα το σπουδαιότερο εργαλείο και μέσο για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών. Στη δυτική κοινωνία η ανάγνωση παιδικών βιβλίων ξεκινάει πολύ νωρίς από τη βρεφική κιόλας ηλικία. Οι γονείς έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν μέσα από μία πληθώρα βιβλίων που είναι κατάλληλα διαμορφωμένα ανά ηλικία και καλύπτουν αντίστοιχα και διαφορετικές ανάγκες.

Σύμφωνα με έρευνες που έχουν διεξαχθεί, η καθημερινή ανάγνωση σε βρέφη και σε παιδιά προσχολικής ηλικίας συντελεί στη διεύρυνση του λεξιλογίου τους αλλά και στη σταδιακή κατανόηση του πώς λειτουργεί η ανάγνωση και η γραφή. Η προσχολική ηλικία θεωρείται η καταλληλότερη περίοδος μύησης των παιδιών στον κόσμο του βιβλίου, διότι συμβάλλει στην ανάπτυξη νοητικών και ψυχικών εικόνων όσο τα παιδιά ανακαλύπτουν τον κόσμο που τα περιβάλλει, ενώ παράλληλα βιώνουν και τη μαγεία της φαντασίας.

Οφέλη που προκύπτουν από την ανάγνωση βιβλίων στα παιδιά.

  • Βοηθούν στην ανάπτυξη λεξιλογίου: Παρά το γεγονός ότι υπάρχει καθημερινή επικοινωνία με το παιδί, το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε είναι περιορισμένο ως προς το εύρος και τη θεματολογία. Μέσω της ανάγνωσης το παιδί εκτίθεται σε διαφορετικό λεξιλόγιο και αφομοιώνει σταδιακά καινούργιες λέξεις και φράσεις.
  • Βοηθούν στην ανάπτυξη του εγκεφάλου: Έρευνες έχουν δείξει ότι η ανάγνωση συμβάλλει στην ενεργοποίηση συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας. Σύμφωνα με τον P. P. Broca, στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφαλικού φλοιού βρίσκεται το κέντρο του λόγου, το οποίο είναι υπεύθυνο για τον προγραμματισμό και την άρθρωση των λέξεων.
  • Βοηθούν στη συγκέντρωση του παιδιού: Κατά την ανάγνωση μιας ιστορίας το παιδί μαθαίνει σταδιακά να κάθεται περισσότερη ώρα ακίνητο, να συγκεντρώνεται περισσότερο για να παρακολουθήσει ποια θα είναι η εξέλιξή της.
  • Τα προετοιμάζουν για τη μετέπειτα σχολική τους πορεία: Μέσω της ανάγνωσης αποκτά το προβάδισμα. Μαθαίνει να ακολουθεί τη σειρά των σελίδων, να κοιτά τις λέξεις από τα αριστερά προς τα δεξιά προετοιμάζοντάς το κατά αυτό τον τρόπο για την μετέπειτα κατάκτηση της ανάγνωσης και της γραφής.
  • Αποτελούν σημαντική πηγή γνώσεων: Μαθαίνει καινούργια πράγματα και αποκτά γνώσεις για ποικίλα θέματα. Του γεννώνται απορίες τις οποίες τις εκδηλώνει μέσω ερωτήσεων, εμπλουτίζει και συνθέτει τις πληροφορίες που προσλαμβάνει διευρύνοντας τις γνώσεις του και αναπτύσσοντας παράλληλα και την κριτική του ικανότητα.
  • Αναπτύσσουν τη φαντασία και την ενσυναίσθηση: Το παιδί χάνεται στο μαγικό κόσμο της ιστορίας ταυτίζεται με τους χαρακτήρες και συνθέτει ένα δικό του κόσμο με στοιχεία φανταστικά και πραγματικά. Μπαίνει στη διαδικασία να μαντέψει ποια μπορεί να είναι η συνέχεια της ιστορίας, προτού να του την διαβάσει κάποιος. Μπαίνει στη θέση των ηρώων, ταυτίζεται με αυτούς, προσπαθεί να νιώσει όπως νιώθουν και να σκεφτεί όσα σκέφτονται, αναπτύσσοντας σταδιακά και το στοιχείο της ενσυναίσθησης.
  • Ενισχύουν το συναισθηματικό δέσιμο με τους γονείς: Αποτελεί έναν τρόπο για να περάσει ποιοτικό χρόνο με το γονέα που του διαβάζει. Αν αποτελεί καθημερινή συνήθεια παίρνει τη μορφή ιεροτελεστίας για το παιδί, φέρνοντάς το πιο κοντά στο γονέα. Του δίνει τη δυνατότητα να συνομιλήσει και να δεθεί συναισθηματικά μαζί του, ενώ παράλληλα αποτελεί και μία αποτελεσματική μέθοδο χαλάρωσης για το κλείσιμο της ημέρας.

Εφηβική ηλικία, Παιδική Ηλικία

Στάδια ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης παιδιών και εφήβων

Παιδική Ηλικία

Ξεσπάσματα θυμού: πρακτικές συμβουλές για γονείς

Τι είναι τελικά το ξέσπασμα θυμού?

Το ξέσπασμα θυμού ή αλλιώς tantrum είναι μια ξαφνική και έντονη συναισθηματική εκφόρτιση, η οποία λαμβάνει χώρα εντελώς ξαφνικά, πολλές φορές άνευ λόγου και αιτίας και όσο γρήγορα γιγαντώνεται τόσο γρήγορα υποχωρεί. Ο θυμός ειδικότερα αποτελεί ένα έντονο και θεμελιώδες συναίσθημα που οφείλεται σε κάποια ταραχή, προσβολή ή άρνηση. Απαντάται συχνά όχι μόνο στους ενήλικες αλλά και στα παιδιά. Τα ξεσπάσματα θυμού κάνουν την εμφάνισή τους γύρω στα 2 έτη, ενώ σπανιότερα επεκτείνονται μέχρι τα 5. Αποτελούν μέρος της φυσιολογικής ανάπτυξης του παιδιού και ειδικότερα μέρος της ωρίμανσης του εγκεφάλου του. Πίσω από το θυμό κρύβονται συνήθως άλλα συναισθήματα όπως: ματαίωση, απογοήτευση, ζήλια, αδικία τα οποία το παιδί δεν μπορεί να τα διαχειριστεί επαρκώς.

Συνηθισμένες αιτίες.

  • Αδυναμία έκφρασης των επιθυμιών ή/και των συναισθημάτων με τη χρήση του λόγου.
  • Επιθυμία αυτονομίας.
  • Βαρεμάρα.
  • Αδυναμία να καταφέρουν να κάνουν κάτι.
  • Μιμούνται τη δική μας συμπεριφορά όταν έχουμε έκρηξη.
  • Χειριστική συμπεριφορά για να επιτύχουν το σκοπό τους.
  • Βιολογικές ανάγκες: πείνα, δίψα, νύστα.

Πώς διαχειριζόμαστε τα ξεσπάσματα θυμού;

  • Κατ’αρχάς διατηρούμε την ψυχραιμία μας, δεν φωνάζουμε στο παιδί και υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι όλο αυτό είναι φυσιολογικό κομμάτι της εξέλιξης του. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να έχουμε αίσθημα ντροπής, ειδικά όταν συμβαίνει σε δημόσιο χώρο.
  • Αναγνωρίζουμε την επιθυμία που κρύβεται πίσω από την έντονη αντίδραση και βάζουμε ξεκάθαρα όρια: « Ξέρω ότι θέλεις το παιχνίδι του φίλου σου, αλλά δεν χτυπάμε!!»Ομοίως αναγνωρίζουμε το συναίσθημα που κρύβεται πίσω από την έντονη αντίδραση: «Καταλαβαίνω πώς είσαι στενοχωρημένος που φεύγουμε από τον παιδότοπο αλλά είναι ώρα για ύπνο.»
  • Προλαμβάνουμε αναγνωρίζοντας τα σημάδια, ειδικά όταν η συμπεριφορά συνδέεται με τις βιολογικές ανάγκες του παιδιού.
  • Ικανοποιούμε τη θεμελιώδη του ανάγκη για αγάπη και προσοχή. Το παιδί έχει την ανάγκη να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής μας, όταν αντιληφθεί ότι δεν το καταφέρνει κάνει τα πάντα για να το επιτύχει. Η συμπεριφορά του αποτελεί ένα καμπανάκι για να επιστήσει την προσοχή μας ώστε να επανασυνδεθούμε μαζί του!
  • Κατανοούμε ότι πίσω από το ξέσπασμα ενδεχομένως να κρύβεται η ανάγκη του για αυτονομία (Erik Erikson). Τεστάρει τη δύναμη που έχει στο να παίρνει αποφάσεις και να επιδρά στο περιβάλλον του.

Διαφορετικές προσεγγίσεις ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του παιδιού.

  • Συνδεόμαστε συναισθηματικά με το παιδί. Δρούμε παρηγορητικά και αυτό το πετυχαίνουμε με δύο τρόπους: α) Είτε παίρνοντας το παιδί αγκαλιά, χαϊδεύοντας την πλατούλα και λέγοντας ότι όλα θα πάνε καλά. β) Είτε απλά καθόμαστε κοντά του χωρίς σωματική επαφή εάν δεν το επιθυμεί, περιμένοντας να περάσει το ξέσπασμα. Κατά αυτόν τον τρόπο δείχνουμε στο παιδί ότι το καταλαβαίνουμε ότι το νοιαζόμαστε και είμαστε δίπλα του σε αυτή την έντονη στιγμή, παρέχοντας του παράλληλα ασφάλεια.
  • Αγνοούμε το ξέσπασμα, απομακρυνόμαστε από το παιδί, διατηρώντας όμως την οπτική επαφή και αφού βεβαιωθούμε ότι δεν διατρέχει κάποιον κίνδυνο. Σε πολλά παιδάκια η έντονη ανησυχία και αντίδραση των γονιών, η οποία είναι προφανής από τη γενικότερη στάση  (γούρλωμα ματιών, μορφασμοί, ένταση του σώματος, φωνές), λειτουργεί ως ενισχυτής και γιγαντώνει την έκρηξη. Όταν συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει αντίκρισμα η συμπεριφορά του θα σταματήσει από μόνο του.

Ξεσπάσματα θυμού σε δημόσιους χώρους.

Συχνά παρατηρούμε σε δημόσιους χώρους παιδάκια να έχουν έντονα ξεσπάσματα θυμού και τους γονείς σε μία κατάσταση πανικού, με έκδηλη την αίσθηση της αμηχανίας και της ντροπής. Καλούνται να διαχειριστούν το έντονο ξέσπασμα του παιδιού αλλά παράλληλα και τη δική τους ανασφάλεια για το αν κάνουν κάποιο λάθος οι ίδιοι. Φυσικά ας μην ξεχνάμε και τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών που είναι πάντα εκεί για να κρίνουν και να σχολιάσουν. Τι κάνουμε όμως σε αυτές τις περιπτώσεις; Πώς το διαχειριζόμαστε;

Σίγουρα προσπαθούμε να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας παίρνοντας βαθιές ανάσες. Υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ότι όλο αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό κομμάτι της ανάπτυξης και ωρίμανσης του παιδιού μας. Δεν σημαίνει ότι είμαστε κακοί γονείς ούτε ότι δεν έχουμε αναθρέψει σωστά το παιδί μας. Το αμέσως επόμενο βήμα είναι να απομακρύνουμε το παιδί από το χώρο που είχε το ξέσπασμα και να βγούμε έξω μαζί του. Κατά αυτό τον τρόπο δίνουμε στο παιδί το χρόνο αλλά και το χώρο μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα για να ηρεμήσει.

Εν συνεχεία, συνδεόμαστε συναισθηματικά μαζί του, το παίρνουμε αγκαλιά, κατεβαίνουμε στο ίδιο επίπεδο και κοιτώντας το στα μάτια του εξηγούμε. Πρέπει να εξηγήσουμε στο παιδί τι πήγε λάθος και μετά να επιστρέψουμε πάλι μέσα στο χώρο. Η απευθείας επιστροφή στο σπίτι με το που εμφανίζει το ξέσπασμα δεν έχει καμία διδακτική αξία.

Εδώ θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας, ότι προτού πάμε κάπου με το παιδί καλό θα είναι να έχουμε επισημάνει ποιες θα είναι οι συνθήκες και ποιοι οι κανόνες. Π.χ εάν πρόκειται να πάμε σε κάποιο πολυκατάστημα υπενθυμίζουμε στο παιδί τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει (ότι μπορεί για παράδειγμα να επιλέξει ένα μόνο παιχνίδι ή ότι αυτή τη φορά δεν θα πάρουμε κάποιο παιχνίδι). Φυσικά το επαναλαμβάνουμε αρκετές φορές προτού φτάσουμε στον προορισμό. Με αυτό τον τρόπο έχουμε κάνει σαφείς τις προσδοκίες μας προκαταβολικά και έτσι μειώνεται η ματαίωση που μπορεί να νιώσει από την επικείμενη άρνησή μας. Να θυμάστε ότι η ματαίωση δεν είναι πάντοτε κακή προετοιμάζει το παιδί για τα όχι που θα ακούσει στο μέλλον καθώς και για τις επικείμενες ματαιώσεις που θα βιώσει.

Όταν το ξέσπασμα χρησιμοποιείται χειριστικά από το παιδί.

Το παιδί συχνά τσιρίζει, φωνάζει ή χτυπιέται με σκοπό να αποκτήσει αυτό που θέλει. Αυτό το είδος ξεσπάσματος συνδέεται άμεσα με τον εγωκεντρικό τρόπο σκέψης του και την έντονη κτητικότητά του. Ξέρει ότι με αυτό τον τρόπο τελικά αργά ή γρήγορα θα πάρει αυτό που επιζητά, ειδικά εάν στο παρελθόν το έχει καταφέρει με επιτυχία. Είναι ένα επιτυχημένο μοτίβο καλά αποθηκευμένο στη μνήμη του.

Σε αυτή τη φάση είναι προφανές ότι το παιδί δεν υποφέρει πραγματικά και αυτό μπορούμε να το αντιληφθούμε παρατηρώντας όλη τη στάση του σώματός του και τις εκφράσεις του προσώπου του. Αντιδρά με αυτό τον έντονο και σχεδόν θεατρικό τρόπο για να τραβήξει την προσοχή μας και τελικά με την επιμονή του να πάρει αυτό που θέλει.

Εάν αυτό το οποίο επιζητά είναι εντελώς απαγορευτικό και δεν υπόκειται στους κανόνες μας σε καμία περίπτωση δεν ενδίδουμε. Επιλέγουμε τη συναισθηματική επανασύνδεση μαζί του. Η παρηγορητική μας παρουσία, σταδιακά ηρεμεί το παιδί και επιτρέπει στο λογικό τμήμα του εγκεφάλου να πάρει τα ηνία.

Παιδική Ηλικία

Καλλιέργεια συναισθηματικής νοημοσύνης

Η εποχή που διανύουμε χαρακτηρίζεται από ραγδαίες αλλαγές στη φύση της παιδικής ηλικίας με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη για καλλιέργεια της συναισθηματικής νοημοσύνης των παιδιών. Σύμφωνα με έρευνα που έλαβε χώρα μεταξύ της δεκαετίας του 1970 και του 1980 στην Αμερική, διαπιστώθηκε η τάση για μείωση των συναισθημάτων και των κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών, με τα τελευταία να παρουσιάζουν μεγαλύτερη νευρικότητα και ευερεθιστότητα, κακή διάθεση και έλλειψη ενδιαφέροντος, μελαγχολία και μοναχικότητα, καθώς και υπέρμετρη παρορμητικότητα.

Πρακτικά οι γονείς καλούνται να μεταλαμπαδεύσουν στα παιδιά δεξιότητες ζωής όπως η κατανόηση και η διαχείριση αρνητικών συναισθημάτων, ο έλεγχος των παρορμήσεων και η ενσυναίσθηση. Τα παιδιά που δέχονται συναισθηματική αγωγή αναπτύσσουν ένα δείκτη νοημοσύνης που τους επιτρέπει να κατανοούν καλύτερα τον κόσμο που τα περιβάλλει και τα συναισθήματα τους. Η συναισθηματική αγωγή βασίζεται στη συναισθηματική επικοινωνία γονέα παιδιού, με τον πρώτο να έχει επίγνωση των συναισθημάτων του παιδιού και δείχνοντας ενσυναίσθηση να το βοηθάει να αντιμετωπίσει τα αρνητικά συναισθήματα, δημιουργώντας ταυτόχρονα και ένα αίσθημα ασφάλειας.

Η συναισθηματική επίγνωση και η διαχείριση των συναισθημάτων είναι το κλειδί για να ανθίσουν τα παιδιά και να μετατραπούν σε ευτυχισμένους και ισορροπημένους ενήλικες. Και όταν λέμε ότι ένα παιδί διαθέτει συναισθηματική νοημοσύνη εννοούμε ότι καταφέρνει:

  • Να ελέγχει τις παρορμήσεις του.
  • Να βρίσκει κίνητρα.
  • Να κατανοεί τα κοινωνικά σήματα των άλλων.
  • Να αντιμετωπίζει «τα σκαμπανεβάσματα» της ζωής.

Τύποι γονέων που αδυνατούν να καλλιεργήσουν τη συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών.

Σύμφωνα με τον John Gottman (2011) αδυνατούν οι εξής τύποι γονέων:

  • Οι επικριτικοί αποδοκιμαστικοί.
  • Οι αποστασιοποιημένοι.
  • Οι επιτρεπτικοί παραχωρητικοί (βλέπε άρθρο: 4 είδη διαπαιδαγώγησης).

Απαραίτητη προϋπόθεση για τους γονείς που εφαρμόζουν τη συναισθηματική αγωγή είναι η θέσπιση σαφών και δίκαιων ορίων. Τα όρια αφορούν τις πράξεις του παιδιού και όχι το συναίσθημά του ή τις επιθυμίες του. Οι παραπάνω τύποι γονέων δεν πληρούν αυτή την προδιαγραφή για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.

Οι γονείς καλούνται ουσιαστικά να παίξουν το ρόλο του «προπονητή» ή του «μέντορα», γεγονός που απαιτεί υπομονή, επιμονή και υψηλό βαθμό δέσμευσης. Κατά αυτόν τον τρόπο τα παιδιά μαθαίνουν να εμπιστεύονται και να διαχειρίζονται καλύτερα τα συναισθήματά τους, καθώς και να επιλύουν τα προβλήματά τους. Αποκτούν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση, ενώ παράλληλα αναπτύσσουν σημαντικές ικανότητες μάθησης και κοινωνικές δεξιότητες. Το κλειδί για την επίτευξη όλων των παραπάνω είναι η ενσυναίσθηση.

Τι είναι η ενσυναίσθηση;

Ο ακρογωνιαίος λίθος της συναισθηματικής αγωγής είναι η ενσυναίσθηση. Η ικανότητα να νιώθουμε τα συναισθήματα που βιώνει ένα άλλο άτομο και στην προκειμένη περίπτωση η ικανότητα των γονέων να μπουν στη θέση του παιδιού, να νιώσουν τι ακριβώς νιώθει εκείνο και να ανταποκριθούν στις εκάστοτε ανάγκες του.

Η επίδειξη ενσυναίσθησης από την πλευρά των γονέων δίνει την αίσθηση ασφάλειας στο παιδί, καθώς δεν νιώθει μόνο του αλλά αισθάνεται ότι έχει έναν ισχυρό σύμμαχο που πραγματικά το νοιάζεται, συμπάσχει μαζί του και αποτελεί το μεγάλο του στήριγμα.

Στάδια Συναισθηματικής Αγωγής:

  • Επίγνωση των συναισθημάτων του παιδιού. Η συναισθηματική επίγνωση αποτελεί την ικανότητα να αναγνωρίζουμε πότε βιώνουμε ένα συναίσθημα, να μπορούμε να το κατονομάσουμε καθώς και την ικανότητα να δείχνουμε ευαισθησία στην εκδήλωση των συναισθημάτων άλλων ατόμων. Βασική προϋπόθεση για την επίγνωση των συναισθημάτων του παιδιού είναι πρωτίστως η επίγνωση των δικών μας συναισθημάτων.

Η συναισθηματική επίγνωση απαιτεί κάποιο βαθμό απομόνωσης κάτι που όπως αντιλαμβανόμαστε δεν είναι εφικτό με τους γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας. Ένας αποτελεσματικός τρόπος είναι η καταγραφή των συναισθημάτων, των σκέψεων και των γεγονότων που τα πυροδοτούν σε ένα Ημερολόγιο Συναισθημάτων.

Είναι σημαντικό να είμαστε καλοί ακροατές για να μπορέσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τα μηνύματα που κρύβονται ασυνείδητα στη συμπεριφορά του παιδιού, στο παιχνίδι καθώς και στις αλληλεπιδράσεις του με τους άλλους. Παρατηρώντας για παράδειγμα ένα παιδί κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και ακούγοντας τα όσα λέει στα παιχνίδια, μπορούμε να συγκεντρώσουμε σημαντικές πληροφορίες για τους φόβους του. Από την άλλη, η εκδήλωση συμπεριφορών όπως η υπερβολική κατανάλωση φαγητού ή η ανορεξία, η συχνοουρία, οι κεφαλαλγίες ή οι στομαχόπονοι, η αϋπνία και η νυχτερινή ενούρηση αποτελούν ενδείξεις ανησυχίας ή άγχους που απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση.  

  • Η εκδήλωση συναισθήματος ως μια καλή ευκαιρία για οικειότητα και καθοδήγηση. Όταν τα συναισθήματα βρίσκονται ακόμα σε χαμηλή ένταση και δεν έχουν γιγαντωθεί, μας δίνεται η δυνατότητα να εξασκηθούμε στην ενεργητική ακρόαση και στην επίλυση ενός υπαρκτού προβλήματος όσο αυτό παραμένει  ελάσσονας σημασίας, πριν πάρει τεράστιες διαστάσεις και οδηγήσει στην έκρηξη.
  • Ενσυναισθηματική ακρόαση και αναγνώριση των συναισθημάτων των παιδιών. Η ακρόαση δεν αποτελεί απλώς τη συλλογή πληροφοριών μέσω της ακουστική οδού αλλά μία πολύ πιο σύνθετη διαδικασία που απαιτεί το συντονισμό με τα συναισθήματα του παιδιού, και την ταυτόχρονη εστίαση της προσοχής στη γλώσσα του σώματος, στις εκφράσεις του προσώπου αλλά και στις χειρονομίες του παιδιού.
  • Βοήθεια στο παιδί ούτως ώστε να μπορέσει να  κατονομάσει το συναίσθημα του. Σύμφωνα με μελέτες η πράξη του χαρακτηρισμού ενός συναισθήματος δρα χαλαρωτικά στο νευρικό σύστημα και βοηθά τα παιδιά να ανακάμψουν γρηγορότερα από γεγονότα που τα ταράζουν. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης ενός συναισθήματος ενεργοποιείται το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου που σχετίζεται με τη γλώσσα και τη λογική και κατά αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται γρηγορότερα η συγκέντρωση και η ηρεμία.

Είναι σημαντικό να βοηθάμε τα παιδιά να βρουν τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψουν όσα νιώθουν και να αναπτύξουν ένα επαρκές λεξιλόγιο μέσω του οποίου να μπορούν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους.

  • Καθορισμός ορίων και βοήθεια για την επίλυση προβλημάτων.
  1. Θέσπιση ορίων: Τα όρια θα πρέπει να βασίζονται στο αξιακό σύστημα της οικογένειας και να αφορούν τη συμπεριφορά του παιδιού. Η μεγάλη ανεκτικότητα ερμηνεύεται ως αποδοχή των ανεπιθύμητων πράξεων. Ενώ είναι σημαντικό παράλληλα με τα όρια να γνωστοποιούνται και οι συνέπειες για τη μη τήρηση των κανόνων.
  2. Καθορισμός στόχων: Αφού ακούσουμε με ενσυναίσθηση το παιδί, το βοηθήσουμε να κατονομάσει το συναίσθημά του και αφού θέσουμε όρια στις ανάρμοστες συμπεριφορές, το αμέσως επόμενο βήμα είναι να καθορίσουμε τους στόχους που αφορούν την επίλυση ενός προβλήματος.
  3. Σκέψη πιθανών λύσεων: Είναι σημαντικό να ενθαρρύνουμε το παιδί να επεξεργαστεί τις δικές του ιδέες διότι με αυτόν τον τρόπο νιώθει ικανό και του τονώνουμε την αυτοπεποίθηση.Επιπλέον θα μπορούσαμε μέσα από τα παιχνίδια φαντασίας και ρόλων να προτείνουμε εναλλακτικές λύσεις στα παιδιά και να τους δώσουμε μία κατεύθυνση.
  4. Εκτίμηση προτεινόμενων λύσεων σε συνάρτηση με τις οικογενειακές αξίες: Σε αυτό το σημείο έρχεται η ώρα να εξετάσουμε την κάθε ιδέα ξεχωριστά και να αποφασίσουμε ποιες ιδέες θα υιοθετήσουμε και ποιες θα απορρίψουμε. Παροτρύνουμε το παιδί να σκεφτεί την κάθε λύση ξεχωριστά. 
  5. Βοήθεια του παιδιού για την επιλογή μίας λύσης: Τη στιγμή που ενθαρρύνουμε το παιδί να σκεφτεί μας δίνεται η ευκαιρία  να εκφράσουμε την άποψή μας και να το καθοδηγήσουμε. Από τη στιγμή που θα πάρει μια απόφαση είναι σημαντικό να το βοηθήσουμε να σκεφτεί και ένα σαφές σχέδιο δράσης. Εάν έχει επιλέξει μία μη εποικοδομητική λύση το βοηθάμε να βρει ποια ήταν τα σημεία που το οδήγησαν στην μη επιτυχημένη έκβαση.

Στρατηγικές συναισθηματικής αγωγής

  • Αποφεύγουμε τις επικρίσεις και τα σχόλια.
  • Χρησιμοποιούμε τον έπαινο.
  • Προσφέρουμε επιλογές σεβόμενοι τις επιθυμίες του παιδιού.
  • Δημιουργούμε νοητά έναν χάρτη της καθημερινότητας του παιδιού.
  • Αποφεύγουμε να συνταχθούμε με τον «εχθρό».
  • Σκεφτόμαστε τις εμπειρίες του παιδιού συγκριτικά με αντίστοιχες εμπειρίες ενηλίκων.
  • Δεν επιβάλουμε τις δικές μας λύσεις.
  • Είμαστε ειλικρινείς με το παιδί.
  • Είμαστε υπομονετικοί.
  • Συμμεριζόμαστε τα όνειρα και τη φαντασία του παιδιού.
  • Κατανοούμε τη θεμελιακή βάση της γονεϊκής μας εξουσίας.

Αποτελέσματα συναισθηματικής αγωγής

Τα παιδιά που δέχονται με συνέπεια και σταθερότητα συναισθηματική αγωγή από τους γονείς, παρουσιάζουν μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα στις αλλαγές. Βιώνουν περισσότερο τα θετικά συναισθήματα απ’ ότι τα αρνητικά και τείνουν να είναι συναισθηματικά υγιή και ισορροπημένα.

Δημιουργούν σταθερότερες και βαθύτερες φιλίες, ενώ παρουσιάζουν και λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς. Αναπτύσσουν εποικοδομητικότερους τρόπους διαχείρισης  συγκρούσεων, ενώ απουσιάζει και η χρήση βίας. Η συναισθηματική ισορροπία έχει αντίκτυπο και στο γνωστικό τομέα, αφού παρουσιάζουν και υψηλότερες σχολικές επιδόσεις. Μακροπρόθεσμα τείνουν να γίνουν υγιέστεροι και πιο επιτυχημένοι ενήλικες.

Εικόνα: Ανακτήθηκε από  https://www.pexels.com/el-gr/