
Οι Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες τις τελευταίες δεκαετίες καταλαμβάνουν την πρώτη θέση τόσο στην ελληνόφωνη όσο και στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία, καθώς περίπου το 50% των μαθητών που έχουν διαγνωστεί και λαμβάνουν υπηρεσίες ειδικής αγωγής, φέρουν κάποιου είδους μαθησιακή δυσκολία, με τις δυσκολίες στην ανάγνωση να κατέχουν την πρωτιά.
Με το πέρασμα των ετών ο ορισμός των Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών έχει δεχθεί πολλές τροποποιήσεις. Για πολλά χρόνια υιοθετήθηκαν οι όροι δυσλεξία, δυσγραφία και δυσορθογραφία, ενώ σύμφωνα με την τελευταία έκδοση του DSM-V, γίνεται λόγος για Ειδικές Μαθησιακές Διαταραχές στην ανάγνωση, στη γραφή και στα μαθηματικά. Πρόκειται για διαταραχές με μεγάλη ανομοιογένεια συμπτωμάτων, από δυσκολίες στην ακρίβεια και στην ταχύτητα ανάγνωσης, δυσκολίες στη γραπτή έκφραση και στην ορθογραφία μέχρι δυσκολίες ανάκλησης αριθμών και μαθηματικής συλλογιστικής.
Έχουν παρατηρηθεί πρώιμες ενδείξεις των Μαθησιακών Δυσκολιών (ΜΔ) από την προσχολική κιόλας ηλικία, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη τόσο του έγκαιρου εντοπισμού όσο και της παροχής κατάλληλης διδακτικής παρέμβασης. Η μη έγκαιρη αντιμετώπιση των δυσκολιών επιφέρει όχι μόνο χαμηλή σχολική επίδοση και αυξημένες πιθανότητες εγκατάλειψης του σχολείου, αλλά έχει και ψυχοκοινωνικές προεκτάσεις, καθώς πλήττεται το αυτοσυναίσθημα και η αυτοπεποίθηση των μαθητών.
Διάγνωση Μαθησιακών Δυσκολιών
Βασική προϋπόθεση για τη διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών είναι να υφίσταται διαφορά ανάμεσα στο νοητικό δυναμικό (δείκτη νοημοσύνης) και στην ακαδημαϊκή επίδοση ενός μαθητή. Ο δείκτης νοημοσύνης θα πρέπει να κυμαίνεται εντός φυσιολογικών ορίων, ούτως ώστε η χαμηλή σχολική επίδοση να μην μπορεί να αποδοθεί στο χαμηλό νοητικό δυναμικό αλλά στην ανομοιογένεια των επιμέρους γνωστικών δεξιοτήτων. Σε περίπτωση που ο δείκτης νοημοσύνης κυμαίνεται σε χαμηλά πλαίσια, τότε γίνεται λόγος για Γενικές Μαθησιακές Δυσκολίες, με τις δυσχέρειες να αποδίδονται στο χαμηλό νοητικό δυναμικό ή και σε κάποια άλλη αναπηρία και όχι στον τρόπο μάθησης και επεξεργασίας των πληροφοριών.
Ο προσδιορισμός των αναγκών γίνεται μέσω της διαγνωστικής και της διδακτικής αξιολόγησης. Η διαγνωστική αξιολόγηση πραγματοποιείται από τις διεπιστημονικές ομάδες των ΚΕΔΑΣΥ και των Ιατροπαιδαγωγικών Κέντρων, που απαρτίζονται από πολλές ειδικότητες (παιδοψυχίατροι, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, εκπαιδευτικοί, λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές). Γίνεται η λήψη του ιστορικού του παιδιού από την οικογένεια, ο προσδιορισμός της επίδοσης μέσω σταθμισμένων ψυχομετρικών εργαλείων και μαθησιακών δοκιμασιών και έπειτα λαμβάνονται αποφάσεις αναφορικά με: τους τομείς παρέμβασης, τα προγράμματα εκπαίδευσης, τη δομή εκπαίδευσης και τους τρόπους αξιολόγησης των μαθητών.
Σύμφωνα με τον Νόμο 3699/2008 άτομα τα οποία έχουν διαγνωστεί με κάποιου είδους μαθησιακή δυσκολία (δυσλεξία, δυσαναγνωσία, δυσγραφία, δυσορθογραφία, δυσαριθμησία) από δημόσιο φορέα (ΚΕΔΑΣΥ, Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα, κ.α.) εξετάζονται προφορικά σε όλα τα μαθήματα και τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Συνήθως τα πιστοποιητικά δεν έχουν μόνιμη ισχύ και απαιτείται η επαναξιολόγηση κατά τη μετάβαση στην επόμενη βαθμίδα. Για την α’ ξένη γλώσσα δίνεται επιπλέον χρόνος 20-30 λεπτά και για τη β’ ξένη γλώσσα δυνατότητα απαλλαγής. Οι μαθητές δύναται να συνεχίσουν να εξετάζονται προφορικά και μετέπειτα κατά τη φοίτησή τους σε Πανεπιστήμια κατόπιν σχετικής αίτησης.
Διαταραχές της ανάγνωσης

Οι βασικοί άξονες των δυσκολιών εντοπίζονται στον τομέα της αποκωδικοποίησης, της ευχέρειας και της αναγνωστικής κατανόησης. Αρκετοί μαθητές με Διαταραχή της ανάγνωσης, δυσκολεύονται στο να συλλάβουν την αντιστοίχηση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου και ειδικότερα μεταξύ φωνήματος και γραπτού συμβόλου. Έτσι κατά τη διάρκεια της αποκωδικοποίησης λέξεων τείνουν να κομπιάζουν, να αντικαταστούν, να παραλείπουν ή να μεταβιβάζουν φωνήματα και συλλαβές, καθώς και να προβαίνουν σε αντικαταστάσεις λέξεων, με αποτέλεσμα να πλήττεται άμεσα η ακρίβεια ανάγνωσής τους.
Η ευχέρεια σχετίζεται με την ακρίβεια αλλά και με την ταχύτητα αποκωδικοποίησης των λέξεων κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Συχνά οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν ελλείμματα στην ευχέρεια, με αποτέλεσμα να δαπανούν πολλούς γνωστικούς πόρους για την αποκωδικοποίηση και έτσι να δυσκολεύονται στο να αλληλοεπιδράσουν ενεργά με το κείμενο και να το κατανοήσουν επαρκώς. Πέραν των δυσκολιών της αυτοματοποιημένης αναγνώρισης λέξεων ή των υπολεξικών μονάδων των λέξεων, οι μαθητές με διαταραχές ευχερούς ανάγνωσης δυσκολεύονται στη μεγαλόφωνη, εκφραστική ανάγνωση κειμένων. Τις περισσότερες φορές απουσιάζει η προσωδία και ο σωστός χρωματισμός της φωνής, όταν καλούνται να διαβάσουν δυνατά ένα γραπτό κείμενο.
Τα ελλείμματα στην ακρίβεια και στην ευχέρεια ανάγνωσης, συχνά έχουν αντίκτυπο και στη σύλληψη του νοήματος των κειμένων. Η κατανόηση κειμένων είναι ένας απαιτητικός και δύσκολος μαθησιακός στόχος για όλους τους μαθητές, πόσον μάλλον για τους μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με διαταραχές ανάγνωσης. Η αναγνωστική κατανόηση είναι μια σύνθετη δεξιότητα που προϋποθέτει, αφενός την ενεργή εμπλοκή με το κείμενο και αφετέρου επαρκές λεξιλόγιο, την ενεργοποίηση της προηγούμενης γνώσης, τη χρήση στρατηγικών αλλά και την ενεργοποίηση των κινήτρων.
Διαταραχές της γραφής

Τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό των δυσκολιών στη γραπτή έκφραση έχει αυξηθεί κατά πολύ, πλησιάζοντας και σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνώντας ακόμα και το ποσοστό των αναγνωστικών δυσκολιών. Σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο DSM-IV, ως διαταραχή της γραπτής έκφρασης, νοείται η υποεπίδοση σε δεξιότητες γραφής σε σχέση με την αναμενόμενη επίδοση, αναλογικά με την ηλικία, το δείκτη νοημοσύνης και την κατάλληλη εκπαίδευση που λαμβάνει ένας μαθητής. Επιπλέον πρέπει να συνυπάρχει χαμηλή σχολική επίδοση σε έργα γραπτής παραγωγής και αν υφίσταται κάποιο έλλειμμα αισθητηριακής φύσεως, οι δυσχέρειες θα πρέπει να ξεπερνούν τις αναμενόμενες για το συγκεκριμένο έλλειμμα δυσκολίες.
Συνήθως πρόκειται για σύνθετες δυσκολίες στις επιμέρους δεξιότητες της γραφής, από ελλείμματα στις γραφοκινητικές δεξιότητες, δυσκολίες στην ορθογραφική απόδοση των λέξεων μέχρι και ελλιπείς δεξιότητες σχεδιασμού, παραγωγής και βελτίωσης των κειμένων. Κάποιοι μαθητές με διαταραχές στη γραπτή έκφραση παρουσιάζουν δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα, δυσκολίες στην τήρηση των κενών τόσο ανάμεσα στα γράμματα όσο και ανάμεσα στις λέξεις, καθώς και δυσκολίες στη χωροταξική οργάνωση του γραπτού και στην τήρηση των ορίων των γραμμών.
Οι ορθογραφικές δεξιότητες των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες είναι συχνά σε τόσο μεγάλο βαθμό που πλήττεται και το περιεχόμενο του κειμένου στην προσπάθειά τους να επικεντρωθούν στη σωστή ορθογραφική απόδοση των λέξεων. Πρόκειται συνήθως για γραμματικά λάθη (κλίση ρημάτων, ουσιαστικών, επιθέτων, μετοχών κλπ.), λάθη ετυμολογικά καθώς και για φωνολογικά ορθογραφικά λάθη.
Επιπλέον δυσκολίες εμφανίζονται στην παραγωγή τόσο σε επίπεδο πρότασης (γραφή, ορθογραφία, γραμματική και συντακτικό, χρήση και κατασκευή προτάσεων) όσο και σε επίπεδο παραγράφου (σύνθετες δεξιότητες και στρατηγικές). Σε κάποιες περιπτώσεις πέραν από τις δυσκολίες παραγωγής προτάσεων απλής συντακτικής δομής, παρατηρούνται και δυσκολίες παραγωγής σύνθετων προτάσεων και αδυναμία πολλαπλής σύνδεσης των προτάσεων για παραγωγή παραγράφων και εκτενών κειμένων. Επιπροσθέτως, είναι σύνηθες σε κάποιες περιπτώσεις μαθητών να παραλείπονται τα σημεία στίξης αλλά και ο τονισμός των λέξεων.
Διαταραχές στα μαθηματικά

Οι διαταραχές στα Μαθηματικά σχετίζονται με δυσχέρειες στη σύλληψη εννοιών μαθηματικής φύσεως (χρόνου, μετρήσεων, ποσότητας), στην απομνημόνευση αριθμών, στην κατανόηση και στην επεξήγηση των μαθηματικών συλλογισμών κατά την επίλυση προβλημάτων. Οι μαθητές με αριθμητικές διαταραχές μπερδεύουν τα σύμβολα και τη λειτουργία τους, ενώ δυσκολεύονται ιδιαιτέρως και στην κατανόηση των κλασμάτων. Επιπλέον δυσκολίες παρατηρούνται στη χωροταξική απόδοση των μαθηματικών προβλημάτων.